παραλήψεως

παραλήψεως
παραλήψεω̆ς , παράληψις
receiving from another
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαφυγόν — το (ουδ. μτχ. αορ. β τού διαφεύγω*) (για κέρδος και «απολιπόν ή αποδράν κέρδος») το κέρδος που σύμφωνα με τα υπάρχοντα μέτρα αναμενόταν αλλά εξαιτίας παραλήψεως υπαλλήλου χάθηκε …   Dictionary of Greek

  • παράληψη — η / παράληψις και παράλημψις και δωρ. τ. παράλαμψις, ΝΑ [παραλαμβάνω] το να παραλαμβάνει κανείς κάτι από άλλον, λήψη, παραλαβή αρχ. 1. διαδοχή ενός από κάτι άλλο («παράληψις τῆς βασιλείας», επιγρ.) 2. άλωση, κατάληψη πόλης 3. μάθηση, μόρφωση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”